Άγιος Βασίλης νάμουνε και το ποδαρικό του Αντώνη Κουκλινού

Άγιος Βασίλης νάμουνε, τσι πόρτες να γυρίζω,
τούτες τσι μέρες που θωρώ, αθρώπους και δακρύζω.
Να κουβαλώ χαμόγελα, ελπίδες να μοιράζω,
να ξολαλώ κάθε χαρά, να τη ν εξουσιάζω.
Στσι διαταγές μου να γρικά, στ’αρχοντικά να μπαίνει,
μικρούς μεγάλους αγκαλιά, να παίρνει να ζεσταίνει.
Με την αγάπη νά σβηνα, του κάθενούς τα λάθη,
να γαληνέψω τσι ψυχές, τα μίση και τα πάθη.
Στο (γ)κοπελιώ τα βλέμματα, χαρές να ζωγραφίζω,
γλυκολο’ί’δια να βαστώ, για να τα ποχερίζω.
Είναι πολλά που θάθελα, και δε μπορώ να κάνω
μα προσπαθώ τουλάχιστον, ίσαμε εκειά που

 

Το ποδαρικό…(του Αντώνη Κουκλινού).
Από νωρίς εκάθουντονε στο καφενείο και εζαρόπαιζε.
Όη μόνο τη παραμονή, μα ούλες τσι μέρες τω Χριστουγέννω.
Μνιά χρονιά δε ν’ είκαμε κολάι και να μη παίξει.
Καλό κοπέλι και δουλευταράς, μα…ετούτο νε το χούι κάθα χρόνο, τα κάνει ούλα σώπατο.
Τέσσερα κοπέλια και το ένα βυζανιάρικο, ολομόναχα με τη μάνα ντος, κάθα αργά στο σπίτι.
Δε τως έλειπενε πράμα να περάσουνε τσι μέρες τω ν’ εορτώ, μα ετούτο νά είναι άσκημο απου κάνει.
Ήντα καλό θα σου κάμει να λείπει ο άντρας απου το σπίτι έτσα μέρες.
Άλλο να ναι δουλειά και να μη μπορεί να το κάμει αλλοιώς κι άλλο να γατέχεις πως ξημεροβραδιάζεται στο κουμάρι.
Και άστο δα τούτο να… μα και τη ν’ επαύριο ολημέρα κοιμάται, για να ξανακάτσει το βράδυ στη τσόχα.
Δε μιλούνται καλά, καλά, τ’ αντρόινο ούλες τσι σκολάδες και με το δίκιο τζη η κερά ντου, να του βαστά μούτρα.
Παραμονή και σάζει το κοπελιώ από νωρίς να δειπνήσουνε, για να τα κοιμήσει να μη καταλάβουνε πάλι πως λείπει.
Ετσά τα ξεγελά κάθα χρόνο και οντε θα κοπχιάσει το πρωί με ολόπρηστα τα μάθια ντου και τα ρούχα ντου τίγκα στη καπνίλα, τω σε χασκογελά τάχα μου πως εμπήκενε ο καινούργιος χρόνος και τω σε δίδει ότι πομείνει (ανε πομείνει πράμα) απου το κουμάρι, ίσα, ίσα να τα ποστραβώσει.
Ετσά ποδαρικό δε ντο θέλει κιανείς στο σπίτι ντου, μα ίντα θα κάμει, όξω θα το νε βγάλει κοντώ..?
Σαν ήλαξε ο χρόνος, έβαλε το βυζανιάρικο στη ν’ αμπασκάλη να θέσει.
Δε τζη κολά ο ύπνος ο παντέρμος λες και το κάνει επήτηδες.
Δε ν’ επήρενε χαμπάρι όμως πως τα δυό τζη κοπέλια το θηλυκό με τ’ ασερνικό τα πλιά μεγάλα, κατέχουνε ίντα γίνεται και πχιά είναι η αιτία και τα μάθια τση μάνας τως είναι κόκκινα και πρησμένα.
Σαν εποκοιμήθηκε, εσηκωθήκανε σιγά, σιγά και πάνε απόξω στο καφενείο απου παίζουνε το κουμαρι.
Εσκαρφάλωσε στο παραθύρι ο ασερνικός και θωρεί το ν’ αφέντη ντου απάνω στη τσόχα να κουμαροπαίζει.
Έπχιασε τη ν’ αμπλά ντου απου τη χέρα και μπαίνουνε μέσα.
Σαν εμπήκανε φωνιάξανε δυνατά…
-Να τα πούμε…!!!
Εποχασκώσανε ούλοι και παρετούνε τα ζάργια…
-Ετέθοια ώρα λέτε μπρέ τα κάλαντα…?
-Πείτε τα… πείτε τα…κάνει ο καφετζής.
-Ήρθαμε να μας ακούσει κι ο αφέντης μας να τα λέμε…
-Άρχη μηνιά κι αρχή χρονιά κι αρχή καλός μας χρόνος…
Σαν είδενε τα κοπέλια ντου ξημερώματα στσι δρό μους, εκόντεψε να κόψει το αίμα ντου.
Χίλιες εικόνες γίνουνται τα λόγια τση κεράς του, να το νε παρακαλεί, να κάτσει στο σπίτι ντου, στα κοπέλια ντου, ετσά χρονιάρα μέρα.
Σε μνιά στιγμή έσπασε μέσα ντου.
Εμάζωξε τα λεφτά ντου (ότι είχενε απομεινάρικο κόμη) και σφεντούριξενε τα ζάργια πέρα.
-Δε σα σε ξαναπχιάνω στα χέργια μου, καλιά θα τα κόψω απου τη ρίζα, να μη ν’ εχω χέργια να ξαναφάω ψωμί.
Εχιαρχιντήσανε κι οι αποδέλοιποι κουμαδόροι και μαζώξανε τη τζόχα.
Είδανε στα μάθια τω κοπελιώ πως ετούτο να το παιχνίδι βαραίνει τη ψυχή ντως.
Επήρενε τα κοπέλια ντου απου τη χέρα να πάνε στο σπίτι.
Σαν εχτυπήσανε τη πόρτα τση μάνας τως και πορίζει με τη λάμπα να ιδεί πχοιός χτυπά τέθεια ν’ ώρα, γροικά…
-Να τα πούμε..?
Ετροζάθηκε η κακομοίρα απου τη χαρά τζη…
Πρώτη φορά ο αντρας τση στο σπίτι…
Πρώτη φορά χαμογελαστος χρονιάρα μέρα…
Πρώτη φορά ποδαρικό…και ίντα ποδαρικό… αγκαλιά με τα κοπέλια ντου.
-Χρόνια πολλά γυναίκα… χρόνια πολλά παιδιά μου τω σε λέει κλάημενος.
Ο Θεός έπεψε φώτιση να μου δείξετε να ιδώ το σωστό…
-Δε ν’ ήπεψα εγω τα κοπέλια να σε βρούνε… αμοναχά ντως εσηκωθήκανε…
Η αγάπη δε ποστραβώνει τσ’ αθρώπους, τσι μονιάζει άντρα μου… εμπάτε μέσα να κάμετε το ποδαρικό να μα σε πάνε ούλα καλά οφέτος.
Ετσά… με τη ν’ αγάπη και το συγχωρεμό στα λάθη του άλλου μονιάζει ο κόσμος… αλλα κι οντε δε ν’ είναι μονιασμένος, εμείς οι απόξω, ας μη κρίνουμε και να κατακρίνουμε το ν’ άλλο.
Το να επικρίνεις το διπλανό σου, είναι κι αυτό κακό χούι, σα ντο κουμάρι απου τσουρά στη τζόχα, απου τα δικά σου χέργια, αλάργω απου το σπίτι σου και τα κοπέλια σου… χρονιάρες μέρες.

28 του Δεκέμπρη του 2017…

αντώνης κουκλινός.

Ελέγξτε επίσης

Μιχάλης Τζαγκαράκης – ΕΤΟΥΤΕΣΕΣ ΤΣΙ ΕΚΛΟΓΕΣ (Σατυρικές Μαντινάδες)

Η σάτιρα, ως λογοτεχνική μορφή, έχει την δύναμη να αναδείξει τα κωμικά και παράλογα στοιχεία …