Μανόλης Κρητικόπουλος -Ελευθερία η Θάνατος (Ρίμα-μαντινάδες)

Ο κάπρος τ’όρος το κακόν ‘κείνη την ώρα ε-πέρνα,
Οι σκέψεις θύμησες παλιές,πολλά κακές του φέρνα
Το κρουσσωτό μαντίλι ντου είχενε κατεβάσει
Τούτο το τριςκατάρατο αόρη να περάσει.
Κοχλάκιζεν η θάλασσα καψάλιζεν ο γι ‘ ήλιος ,
Γιομάτος σιδερόπετρα ηστράφτε κάθε σπήλιος
Σα ντο παιρνούνε Χρισθιανοί,σαφή σταυροκοπιούντε,
Κι από την άλλη το ζυγό του Τούρκου καταριούντε,
Γιατί σε κάθε λάκκο ντου γ’ή σπήλιο μαυρισμένο,
Αν σκάψεις κόκκαλα θα βρεις,’πο κάτω σκοτωμένω
Ο κάπρος με βαριά καρδιά έκαμε το σταυρό ντου
Σ’ τούτες τσι πέτρες φάγανε,Τούρκοι τον αδερφό ντου
Το Χριστοφή με τσι δυό γιούς,που ‘σαν χωρίς ψεγάδι
Δέκα θα πηαίνου γυριστοί χρόνοι ‘π’αυτό το βράδυ!
Για μέρες τσοι γυρέυγανε σε κάμπους και μαδάρες,
Σαμε π’ακουλουθήσανε μια ν-ταχινή τσι σκάρες.
Σε μια λακκούβα τσ’ήβρανε απάνω σ’άλλο να ‘ναι
Κι ολόγυρα ντως όρνια ξανοίγα’ να τσοι φάνε…
Μαθές από του Θρασακιού τη βάφτιση γυρίζα
Κι οι Τούρκοι παραμόνευγα σ’τούτα τα μετερίζα
Πάνω στο κέφι ο Χριστοφής μαζί με τ’ανηψούδια ,
Λέγαν…θωρώντας το γιαλό,του Μόσκοβου τραγούδια.
Ξεσπαθωμένοι πέσανε απάνω ντως μπουλούκι
Τσοι σκότωσα και κόψανε τσοι γλώσσες τως οι Τούρκοι. .
– Παντέρμη Κρήτη! Έγρουξε.. πόσες γενιές βρουχάσαι
Ωσά ντ’ ανήμερο θεργιό κι ακόμα δε γροικάσε
Φοβέρα θέλει κι ο Θεός για να γενεί το θάμα
Φοβέρα κι οι γι’αδυνατοί του κόσμου κι άλλο μ-πράμα
Πιάσ’ το ν-τουφέκι σου μωρή! πιάσε το μα γατέχεις,
Πέρα ‘πο κείνο Μόσκοβο,άλλον εσύ δεν έχεις
Ε-ξέσυρεν απ’το γιαλό στο γ-κάμπο κι ανηφόρη ,
Καβάλα στη φοράδα ντου βγαίνοντας σ’αλλα όρη .
φασκομηλιάν ε-μύριζε ο τόπος και θυμάρι
Αλλαξ’ η γι ‘ όψη ντου ν’ευθύς,θωρώντας με καμάρι
–“Ε-μορφη που ‘σαι Κρήτη μου,είπε μ’ανατριχίλα!
Αχ!Να μου σ’άψηλη κορφή του αοριού βιτσίλα !
Να παίζω κάθα ταχινή μια φτερουγιά σπαθάτη
Αλάκερη να σε θωρώ απο του Θιού τ’αμάτι!
Μ’αλήθεια κι όλας να ‘νοιγε βιτσίλα τα φτερά τζί,
Από ψηλά θα χαίρουντω να κάμει τη στραθιά τζί .
Απ’άκρη σ’άκρη να θωρεί τα όμορφα τζί κάλλη ,
Το ρωμαλέο τση κορμί,το κάθε ακρογιάλι.
Που άλλο ειν’ αμμουδερό,άλλο τραχύ περίσσα
Γ’ή τα μετόχια, τα χωριά,γ’ή τα ερημοκλήσα
Να ιδεί τα βιλαέθια τζί στο αίμα βουτηγμένα
Ρέθεμνος!Κάστρο και Χανιά τα Τουρκοπάτημενα
Έτσα κι ο Θιός θε-λα τη δει απ’τη βιτσίλα πάνω
Ά δε ντην είχε σύψυχη μολάρει τω ν-τυράννω
Μα όι. ..! Σύψυχη ποτές..!δεν ήτονε στ’αλήθεια
Γιατί ‘χου αντάρτησα καρδιά, τώ γ-Κρητικώ τα στήθεια
Φωνιάζουν,αντιστεκούντε,σηκώνουνε κεφάλι,
Ματώνουνε,σκοτώνουντε,μα ξαναντρώνουν πάλι
Κρίμα ‘ναι τάξε κι άδικο λογιάζανεμεγάλο
Κι ότι ο Θιός θα πολέμα,πρέπει σε ν-τόπο άλλο .
Αγωνιστής είναι κι αυτός,λέγαν… δε ντο ‘χει μάθει
Φωνιαξετέ του δυνατά να μας ε-κόυσει να ‘ρθει!
Είναι λαοί απου το Θιό μ’υπομονή προσμένου
Με προσευκές,με κλάηματα,μα οι Κρήτες δε ‘νήμενου
Όξω άπ’ τη μ-πόρτα στέκουντε,σύντραμε του φωνιάζου!
Για να τσοι ‘κούσει τη χτυπού,και τηνε ν-τουφεκιάζου
Γροικά ο Σουλτάνος ν-τουφεκιές φωνιάζει 《ανταρσία 》
Πασσάδες και Νιζάμηδες πέμπει για τιμωρία. .
Φωνιάζου οι Φράγκοι 《αυθάδεια,την-τουφεκιά σα γ-κούνε,
Μ’ατσάλινα θωρακωτά να της ριχτούν γλακούνε!
Και που..; Απάνω στη μικρή,ετουτηνιέ βαρκούλα,
Που ‘χει του κόσμου τα θεργιά,’πο γύρω γύρω ούλα!
Εχει Ασία στα δεξά, κι είς τα ζερβάν Ευρώπη,
‘Πο κάτω Θιό την Αφρική,δύναμης ούλοι τόποι!
Παρακαλιέται η Ελλάς στο αίμα μη ντη βάλει ,
Και τρέμει σα μικιό παιδί μη ντου βαρούν μεγάλοι
Καιντά η Κρήτη ν-τουφεκιές στη μπούκα του θηρίου
《ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ》φωνιάζει του Κυρίου.
Τσ’αρχές αρχές από λιγού,’πο μια γενιά είς άλλη
Μ’απ είς την επανάσταση που γίνε τη μεγάλη ,
Επαραφούσκωσ’ ο θυμός,την ή-κρουβγιε το δίκιο ,
Ώς χοχλακούν τα αίματα είς το κορμί τ’αντρίκιο !
Αμοναχή τη σάρκα τζης ήτρωγε λίγηλίγη ,
Απού τ’ανύχια του θεργιού που τη βαστά να φύγει !
Ξεπάτωνε τ’αμπέλια τζη,καψάλιζετα όρη,
Χωριάν ε-καίντα!μοναχάς,τη λευτεργιάν ε-θώρει!
Κονάκι δε τσι ‘πόμενε,στου αοριού τη σκίστρες,
ε-κόνευγιε και τσ’ήκανε κι εκείνες πολεμίστρες
Στ’αρκάδι ε-τινάχτηκε τ’εξήντα έξι μέρα ,
Του εβδομήντα το οχτώ ε-ξαναπήρ’ αέρα !
Εδά του ογδονταεννιά,θαρρείς πως ξεχειλίζει ,
Και πάλι κατά το βορρά το βλέμμα τζί βιγλίσει .
Στραβώνει κάθε Χρισθιανός το φέσι ντου και στέκει ,
Εις το κατώφλι έτοιμος να πιάσει το ν-τουφέκι !
Έτσα ‘ναι κάθε άνοιξη καιντά η Κρήτη κι άφτει,
Και πέμπει ασκέργια η Τουρκιά να τηνε κάμει ζάφτι…..

Ελέγξτε επίσης

Μιχάλης Τζαγκαράκης – ΕΤΟΥΤΕΣΕΣ ΤΣΙ ΕΚΛΟΓΕΣ (Σατυρικές Μαντινάδες)

Η σάτιρα, ως λογοτεχνική μορφή, έχει την δύναμη να αναδείξει τα κωμικά και παράλογα στοιχεία …