Η Κότα με τα χρυσά αυγά – ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΑ ΤΗΣ ΛΟΥΤΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΗ

ΩΡΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΜΑΝΤΟΛΙΝΑΡΗ ΚΑΙ ΠΑΡΑΜΥΘΑ ΤΗΣ ΛΟΥΤΡΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΛΛΕΡΓΗ

Η Κότα μέ τά χρυσά αυγά.

Μιά φορά κι ένα καιρό ήτονε μιά φτωχειά οικογένεια πού είχενε τρία αγόρια πού πηγαίνανε στό Σκολειό.
Επειδή όμως τό χωριό ντωνε ήτονε μικιό, επηγαίνανε σ άλλο χωριό στό Σκολειό.
Ο δέ πατέρας των νε επήγαινε νε κάθε πρωΐ στό Δάσος κι έκανε νε κάθε μέρα ένα γομάρι ξύλα και τά πήγαινε νε στή Χώρα καί τά πούλειε νε και τους έπαιρνε ψωμί καί άλλα πουσούνια, όπου φτάνανε τά λεφτά.
Μιά μέρα εκειά απού κανε νε τά ξύλα θωρεί μιά χρυσή όρθα φωλιασμένη μέσα στά κλαδιά.
Παρακολουθεί λοιπόν τήν όρθα καί σέ λιγάκι πηγαίνει στή φωλέ τζη και βρίχνει ένα χρυσό αυγό.
Παίρνει λοιπόν τό χρυσό αυγό, φορτώνει τά ξύλα στό γάϊδαρο καί μπαίνει στή Χώρα.
Στό δρόμο όμως σάν εμπήκεν νε στή Χώρα, τόν νε συναντά ένας Εβραίος και τού λέει. …
– Πουλείς κουμπάρε τά ξύλα;
Απαντά αυτός .
Κι αμέ ; Γιά πούλημα τά χω.
Καί πόσο θές κουμπάρε;
Λέει αυτός….Κάθε μέρα τά δίδω δεκαπέντε δραχμές, γιατί φέρνω κάθε μέρα…
Καί στό αυγό πόσα θέλεις ;
Αυτό θά τό πάω σ ένα κουγιουμουτζή (χρυσοχόο) νά τό εκτιμήσει.
Λέει ο Εβραιος: – Νά σού δώσω 200 δραχμές και μή πάς ποθές αλλού , μά όπου καί νά πάς θά σού δώσουνε λιγώτερα λεφτά από μένα….
Εσυμφωνήσανε λοιπόν κι επήρενε και τ αυγό καί τά ξύλα ο Εβραίος.
Ύστερα τού λέει :- Νά ρχεσαι κάθε μέρα νά μού φέρνεις ξύλα όταν θά έχεις πάλι αυγά.
Καί κάθε μέρα νά χεις , νά τά φέρνεις σ εμένα κι εγώ κάθε φορά θά σού αυξάνω τήν τιμή τού αυγού.
Πολύ ευχαρίστως τού λέει ο χωρικός.
Σάν επήγαινε όμως στό χωριό ντου , σκέφτεται και λέει. Όπως είδα εγώ τήν όρθα, μπορεί νά τή δεί καί κανένας άλλος….
Τό λοιπός , αύριο πού θά ξαναπάω στό Δάσος θά πολεμήσω νά την νε πιάσω νά τήν νε φέρω στό σπίτι.
Πηγαίνει πού λέτε τήν άλλη μέρα καί τή βλεπίζει καί τή νε πιάνει μέσα στή φωλέ τζη, εκειά απού κανε τ αυγό καί βρίσκει κι ένα καινούργιο χρυσό αυγό καωμένο..
Τα παίρνει λοιπόν καί πηγαίνει στό σπίτι του.
Τήν άλλη μέρα πάλι φορτώνει τήν γαϊδάρα μέ τά ξύλα, παίρνει καί τό χρυσό αυγό και μπαίνει τή Χώρα.
Νά σου πάλι τόν Εβραίο..
-Εχτές σέ περίμενα μά δέν ήρθες τού λέει.
Ηρθα μά δέ μ είδες γιατί έφερα ένα αυγό μά μέ πλερώσανε τετρακόσιες δραχμές κι εσύ μού τό πλέρωσες μόνο διακόσιες δραχμές.
– Δέν πειράζει φίλε μου…Νά σου δώσω θέλει τή διαφορά , μόνο κρατείς εδά κιανένα αυγό;
Κρατώ ένα.
Εδά πάρε τσί σημερινές τετρακόσιες δραχμές και τσι διακόσιες τσι προχθεσινές τή διαφορά του αυγού.
Λέει του ο χωριάτης:
Αφού είσαι ετσά τίμιος από αύριο θά σού τά φέρνω ούλα καί θά μού τά πλερώνεις πεντακόσιες δραχμές τό ένα. Καί νά δώσει άλλος περισσότερα , έχεις τό λόγο μου δέ θά δίδω μονό θά σού τά φέρνω εσένα.
Μόνο μπορεί νά μή σού τά φέρνω κάθε μέρα γιατί δέν ξαναπηγαίνω στά ξύλα . Θα καθίσω νά ξεκουραστώ κι εγώ λιγουλάκι….
Κι αποχαιρετηχτήκανε.
Έτσι κι έγινε .
Σάν εμονομεριάσανε καμμιά δεκαριά αυγά ,τα παίρνει και τα πήγε νε του Εβραίου, κι έτσι σιγά σιγά ο γέρο χωρικός εμάζεψε πολλά λεφτά.
Σάν επλούτισε νε τού πενε ο νούς του νά πάει ένα ταξίδι. Παίρνει πάλι τά αυγά πού είχανε μαζωχτεί και τά πάει του Οβραίου καί τού λέει:
-Φίλε μου αποφάσισα νά πάω ένα ταξιδάκι, μά θά παραγγείλω τση γυναίκας μου νά σου φυλάει τά αυγά και σάν θά γυρίσω μέ τό καλό, θά σού φέρω όσα θά χει πιασμένα. Νά μείνεις ήσυχος.
Ο Εβραίος όμως τον νε παρακολούθησε νε κι έμαθε τό σπίτι ντου καί σάν έφυγε νε επήγαινε ο ίδιος ο Εβραίος κι έπαιρνε τ αυγά, και σιγά- σιγά έκαμε νε φιλενάδα τήν γυναίκα ….
Μιά μέρα λοιπόν τσή λέει :
– Νά σφάξεις τήν όρθα νά κάμεις πιλάφι , νά φάνε τά κοπέλια και δέ θέλω άλλο πράμμα παρά μόνο τήν κεφαλή , τήν καρδιά καί τό σκώτι.
Νά μού τά τηγανίσεις κι αύριο απού θά ναι τά κοπέλια στό Σκολειό θά ρθω νά τά φάω. …
Πιάνει λοιπόν η καλή σου νοικοκερά και σφάζει την όρθα και τηγανίζει και τήν κεφαλή καί τήν καρδιά καί τό σκώτι καί τά χώνει στό ντολάπι.
Μά έλα πού η βρύση ήτονε όξω απού τό χωριό κι επήγενε μέ τή λαΐνα νά φέρει νερό.
Ωστόσο όμως εγυαείρανε τα κοπέλια απού τό Σκολειό κι επρωτοπήγανε στό σπίτι από τή μάνα των νε.
Ανοίγουνε λοιπόν τό ντολάπι και βρίσκουνε τηγανισμένα τήν καρδιά ,τό σκώτι καί τήν κεφαλή και λένε. Γιάτε μορέ ήντα μάς έχει η μάνα μας φυλαγμένα !!
Λέει ο πρώτος : Εγώ πού είμαι ο μεγαλύτερος θά φάω τήν κεφαλή. Εσύ ο μεσακός θά φάεις τήν καρδιά….κι εσύ ο μικιότερος θά φάς τό σκώτι.
Όπως κι έγινε. Αλλά αμέσως τά παιδιά απόκτησαν ασυνήθιστες ιδιότητες
Μόλιςτά φάγανε λέει ο μεγαλύτερος πού είχε νε φάει τήν κεφαλή. – Μορέ η μάνα μας έχει αγαπητικό τόν Οβραίο .
Ναί μορέ κι έσφαξε νε τήν όρθα απού κανε τό χρυσό αυγό λέει εκείνος σας που είχενε φαωμένο τό σκώμτι.
Λέει κι ο καρδιογνώστης πού χενε φαωμένη τήν καρδιά!
Ετουνά τα χενε φυλαγμένα νά τά φάει ο Οβραίος….
Μα ωστόσο νά σου και φτάνει η μάνα των νε απού τήν βρύση, και τής λένε….
Ευχαριστούμενε μητέρα απού μάς είχες φυλαγμένο τό μεζεδάκι και τό φάγαμενε….
Εφάγανε ύστερα και τό πιλάφι κι επήγανε και κοιμηθήκανε.
Τό πρωΐ μόλις εφύγανε κι επήγανε στό Σκολειό, νά σου καί φτάνει ο Οβραίος…
Εφύλαξές μου μάθια μου τήν παραγγελιά;
– Ηντα νά σου πώ πού όντεν ήμουνε στή βρύση ήρθανε τά κοπέλια καί τά φάγανε.
Κακομοίρα μου εδά τά κατένε ούλα τά μυστικά γιά μάς….μόνο νά τά ξεκάνουμε πριχού γιαγείρει ο άντρας σου…
Καί πώς ; τού λέει αυτή.
Θα σού φέρω δηλητήριο νά βάλεις στό πιλάφι και μόλις φάνε θά ποθάνουνε…
Όπως καί έγινε.
Σάν εσκολάσανε τά κοπέλια απού τό Σκολειό λέει εκείνος σας πού χενε φάει τήν καρδιά.:
-Κακομοίρηδες !, η μάνα μας έβαλε νε δηλητήριο στό φαητό μας γιά νά φάμε νε και νά ποθάνομε νε…
Λέει κείνος σας που χενε φάει τήν κεφαλή.. Να πούμενε θέλει πώς μάς εκάμανε τραπέζι οι φίλοι μας .
Λέει κι ο άλλος πού χενε φαωμένο τό σκώτι.
Ναί…. Μόνο νά κάτσομε ποθές, απού νά περάσει λιγάκι ώρα απου νά δικαιολογήσομε τήν άργητά μας…
Ήτανε τό φαϊ σάν επήγανε τό βράδυ έτοιμο στά πιάτα και λέει η μάνα των νε.
Γιάντα αργήσατε παιδιά μου απού έψησα από νωρίς τό πιλάφι και δέ θάχει νοστιμάδα….
Λένε αυτά: Όφου μάνα μας κρίμας τό πιλάφι απού δέν μπορούμενε νά βάλομενε μπουκιά στό στόμα μας, αν είναι κι αθάνατο ….γιατί μάς έκαμενε τραπέζι ο δάσκαλός μας μαζί μέ άλλα παιδιά , επειδή λέει είμαστε καλοί μαθητές…. Ετσι εδικαιολογηθήκανε κι εμοιμηθήκανε νηστικά.
Το πρωΐ σάν εφύγανε γιά τό Σκολειό, νά σου καί φτάνει ο Οβραίος…
Λέει : Ηντα απόκαμες;
– Ήντα νά σού πώ απού τούς έκαμε νε τραπέζι ο δάσκαλος και δέν εφάγανε μπουκιά…
Θα πάω νά σού φέρω καρφίτσες δηλητηριασμένες να τσι στρώσεις στά κρεβάτια ντων νε .
Καί μιά μόνο νά τσιτώσει τό καθένα θά ποθάνει επιτόπου. Πιάνει η καλή σου μάνα καί στρώνει τσι δηλητηριασμένες καρφίτσες στά κρεβάθια τών κοπελιών , και περίμενε μέ αγωνία νά ρθει τό βράδυ νά πλαγιάσουνε, νά τά τσιτώσουνε οι καρφίτσες καί νά ποθάνουνε.
Μα σάν εσκολάσανε τά κοπέλια λένε πάλι στό δρόμο μεταξύ τους.
Μορέ απόψε τό φαΐ είναι καθαρό καί θά φάμε νε …. μά πού θά κοιμηθούμενε απού χει η μάνα μας στρωμένες καρφίτσες δηλητηριασμένες στά κρεβάθια μας καί μόλις μας σε καρφώσει έστω καί μιά δέ γλυτώνει κειανείς μας;. Ε!! Νά πούμενε θέλει , πώς σέ δυό τρείς ημέρες θα χομε νε Διαγωνισμούς κι έχομε πολλά μαθήματα νά διαβάσουμε νε και δέ θά κοιμηθούμε καθόλου.
Έτσι κι έγινε….
Επήγανε στό σπίτι, εφάγανε μέ όρεξη και μετά τό ρίξανε στό διάβασμα ως τό πρωΐ.
Η μάνα τους τούς έλεγε κάθε λίγο καί λιγάκι…. «κοιμηθείτε παιδιά μου έστω και μιά ώρα γιατί αύριο δέ θά χετε κεφαλή στό Σκολειό από τή νύστα …
Αυτά όμως ούτε κλείσανε μάτι , ούτε στήν καρέκλα γιατί φοβούνταν νε μήπως τά πάρει ο ύπνος και σηκωθεί καί τά τσιτώσει με καμμιά καρφίτσα δηλητηριασμένη.
Σάν εξημέρωσε νε κι εφύγανε πάλι γιά τό Σκολειό, νά σου πάλι τόν Οβραίο…
Ε! τί έγινε;
Ούτε κλείσανε μάτι μόνο διαβάζανε ούλη νύντα ,γιατί χουνε λέει σήμερο Διαγωνισμούς…..
– Θα φέρω δηλητήριο νά βάλω στό κατώφυλιο τσή πόρτας κι ένα- ένα πού θά μπαίνει θά ποθαίνει…
Φέρνει λοιπόν ο Εβραίος τό δηλητήριο και τό βάζουνε στό κατώφυλιο τσή πόρτας.
Μα σάν εσκολάσανε τά κοπέλια ,λέει πάλι ο μεγάλος… Κακομοίρηδες ήντα θά γενούμε νε απόψε απού χει βάλει η μάνα μας δηλητήριο στό κατώφυλιο τσή πόρτας κι ένας- ένας που θά περνά θά ξυλιά, δηλαδή θά ποθαίνει…
Ε! Κι ήντα φοβάστε αφού εμείς πιά ξέρομε τά πάντα γιά ό,τι γίνεται στόν κόσμο!!!
Θα πάμε μακρυά σ ένα σταυροδρόμι νά κόβουμε και νά μοιράζομε τήν Δίκηα Κρίση.
Σταυροδρόμι πού νά ναι περαστικό καί νά ενώνει πολλές Πολιτείες και χωριά.
Φεύγουνε λοιπόν και πάνε σ´ένα περαστικό δρόμο ,κι αρχινούνε νά κόβουνε και νά μοιράζουνε τή Δίκηα Κρίση, και δέν άργησενε νά διαδοθεί η φήμη τών παιδιών ότι είναι άριστοι Δικαστές.
Αλλά ας αφήσομε τά παιδιά κι ας πάμε πίσω νά δούμε νε τή μάνα των νε και τόν Εβραίο. …
Σάν επήγε λοιπόν ο Εβραίος κι επληροφορήθηκε νε από τή φιλενάδα ντου τή φυγή τών παιδιών έφυγε, εξαφανίστηκε και τήν άφησε στά κρύα τού λουτρού πού λέει ο λόγος.
Πιάνει μετά αυτή και βάφει μαύρα τά πορτοπαράθυρα τού σπιθιού τζη σέ ένδειξη τάχα πένθους, και βάνει κι αυτή κατάμαυρα ρούχα κι επερίμενε νε τόν άντρα τζη.
Σέ καμπόσες μέρες κάνει τήν εμφάνισή του ο γέρος .
θωρεί από αλλάργο τό σπίτι ντου μπογιαντισμένο κατάμαυρο καί ρωτά τόν πρώτο πού συνάντησε ….
Μα ήντα συμβαίνει στό σπίτι μου;
Λέει αυτός . Νά πάς νά ρωτήσεις ο ίδιος, καθώς δέν ήθελε νε να ανακατωθεί σέ ξένες υποθέσεις.
Σάν έφταξε νε λοιπόν στό σπίτι ντου , ρωτά τήν γυναίκα ντου.
-Ηντα συμβαίνει κι είναι τό σπίτι μας σέ τέθοια χάλια; – Όφου άντρα μου κι ήντα τά θελες τά ταξίδια και τσί βόλτες; Κι απής έφυγες αποθάνανε ούλα τα κοπέλια μας !
Ως κι η όρθα απού κανε νε τό χρυσό αυγό…
– Έλα γυναίκα στά λογικά σου…..
Πες μου η όρθα ήντα εγίνηκε νε .
-Λέει κόρυζα την έπιασε νε κι εψόφησε νε…..
Έλα γυναίκα λέγε …Και τά κοπέλια;
-Λέει λοιπόν η γυναίκα ..Ανε πιστεύγεις σέ Θεό μή μέ τυρανάς μά λίλερη κατσίγαρη κι ευλογιά καί κόρυζα εβγάλαν κι αποθάνανε. Λέει ο γέρος .: Έμαθα πώς εστήθηκε ένα Δικαστήριο πού τό λένε Δίκηα Κρίση.
Λοιπόν θά πάμενε κι εμείς νά κριθούμενε , νά δούμενε ανε μού λές τή ντρέτη αλήθεια….
Νά πάμε νε άντρα μου.
Σηκώνουνται λοιπόν νά πάνε στή Δίκηα Κρίση και πρίν φανούνε από αλάργο λέει ο καρδιογνώστης ….
Μορέ σήμερα θα ρθούνε ο πατέρας μας κι η μάνα μας νά κριθούνε….
Λέει ο άλλος … Τί λέτε; Νά τήν κρίνουμε μέ επιείκια;
Όχι λέει εκείνος σας πού είχενε φάει τήν κεφαλή.
Παρά μόνο αν παραδεχτεί τά σφάλματά τζη πρίν αρχίσει η Δίκη.
Ειδεμή θά τή δικάσομενε πολύ αυστηρά μάλιστα!
Σέ λίγο φτάνει ο πατέρας των νε με τή μάνα .
Αυτά τσι γνωρίσανε ντελόγο. Εκείνοι όμως δέν τά γνωρίσανε καθόλου.
Αμέσως λοιπόν δίνουνε καρέκλα τού γέρου κι απόης τσι ρωτά.
-Ηντά χεις μπάρμπα κι ήρθες ως επά απάνω τόσο κόσμο αλάργο δρόμο ;
Παιδί μου τού λέει ο γέρος «τό καί τό» μού συμβαίνει μά εσείς γροικώ καί τά κατέτε ούλα καί είναι περιττό μού φαίνεται νά σάς εξηγήσω περισσότερα.
Υστερα λένε τσή γραίς….
-Λέγε γιαγιά. Επαέ είναι η Δίκηα Κρίση.
Λοιπόν μήν αποπειραθείς νά μάς σε πείς ψώματα ….γιατί θά είναι σέ βάρος σου……
Μά τό Θεό παιδιά μου : Λίλερη, κατσίγαρη κι ευλογιά καί κόρυζα εβγάλαν κι αποθάνανε…..
Λέει ο μεγαλύτερος : Αν λέει ψώματα σκίσου γής και πιέ την νε ως τά γόνατα.
Και σκίζεται η γής και τήν νε καταπίνει ως τά γόνατα….
Λέει : Θειά! Επαέ ναι η Δίκηα Κρίση….Γι αυτό πρίν καταστραφείς τελείως, πές μας ήντα γινήκανε τά κοπέλια κι η όρθα;
Λέει πάλι αυτή. Μά τό Θεό παιδιά μου : Λίλερη, κατσίγαρη κι ευλογιά καί κόρυζα εβγάλαν κι αποθάνανε…
Λέει πάλι ο μεγαλύτερος :
-Αν λέει ψώματα σκίσου γής και πιέ την νε ως τό λαιμό!!
Και σκίζεται η γής και τήν νε καταπίνει ως τό λαιμό… Μετανόησε Θειά γιατί επαέ ναι η Δίκηα Κρίση…
Μή χάσεις τή ζωή σου τζάμπα ! Πέ μας ήντα γινήκανε τά κοπέλια κι η όρθα….
Ανέ μας σε πείς τήν αλήθεια μπορείς νά βοηθηθείς…
Λέει πάλι η γραί :
– Δέν έχω νά σάς σε πώ πράμμα.
Είπα σας και πρωτύτερα !!
Λίλερη, κατσίγαρη κι ευλογιά καί κόρυζα εβγάλαν κι αποθάνανε..
-Εγώ θωρώ Θειά πώς δέ μετανοείς….
Αν λέει ψώματα σκίσου γής και πιέ την νε ούλη….
Σκίζεται λοιπόν η γής και τή νε καταπίνει ολόκληρη.
Μόλις εχάθηκενε , άρχινηξεν ο γέρος τά κλάηματα…
Όφου ο κακομοίρης έχασα τα κοπέλια μου ! Έχασα εδά και τή γυναίκα μου.
Ήντα θά γενώ εδά καί πού θά πάω ο καμομοίρης;
-Θά μείνεις μαζύ μας γέρο τού λένε μά εμείς είμαστε τά παιδιά σου.
Και πιάνουν νε τα κοπέλια και διηγούνται τού γέρου τά καθέκαστα κι από τότε σας έμεινε ο γέρος μέ τά κοπέλια ντου ευτυχισμένος κι επεράσανε αυτοί καλά, κι εμείς καλύτερα.

Γεώργιος Ν. Καλλέργης
Επιμέλεια Κωστής Ι.Γ. Καλλέργης ( Κιγκ)

 

Ελέγξτε επίσης

Νίκος Γωνιανάκης – Βοσκάκι Official Audio Release 2024

Μουσική: Νίκος Γωνιανάκης Στίχοι: Δέσποινα Σπαντιδάκη Μουσική επιμέλεια: Γιάννης Χαραλαμπάκης Μπάσο & μίξη mastering: Μαυράκης …