Γιώργος Μαθιουδάκης – Μια ιστορία άκουσα και σας την περιγράφω (ρίμα μαντινάδες)

Ευχαριστούμε τον Κύριο Μαθιουδάκη Γιώργο για την ωραία ιστορία που μας έστειλε στον Ερωτόκριτο και την δημοσιεύουμε …

Μια ιστορία άκουσα και σας την περιγράφω…
τα μάτια μου δακρύζουνε… Γιατί είναι όλα αληθινά που στο pc μου γράφω.

Α’ μέρος

Χρόνια πολλά περάσανε μα πως να τα ξεχάσει,
της πίκρες και τα βάσανα που είχε παιδί περάσει.
Έξι χρονών; εφτά χρονών, ούτε κι αυτός θυμάται,
τα φέρνει γύρα στο μυαλό δακρύζει και λυπάται.
Ποτέ φιλί στο μάγουλο κανείς δεν του είχε δώσει,
πριν γεννηθεί η μοίρα του τον είχε’ναι προδώσει.
Παιδάκι ως μεγάλωνε, μόνο δουλειά γνωρίζει,
κανείς δεν τον λογάριασε λέγανε δεν αξίζει.
Γίνηκε δώδεκα χρονών αυτό το τρυφερούδι,
μέσα σε ένα ανθόκηπο μοιάζει κι’αυτό λουλούδι.
Στα χέρια του δεν κράτησε παιχνίδι για να παίξει,
καθημερνά μόνο δουλειά, δεν άκουγε άλη λέξη.
Ξυπόλητο μισόγυμνο στην κάψα στο λιοπύρι,
για ν’αυγατήσει τη σοδειά του τύραννου του κύρη.
Θυμάται ένα λιόγερμα μια μπάλα από κουρέλια,
που ξέφυγε και ήθελε να παίξει με κοπέλια.
Στα πόδια χατροτσούβαλα έβαλε αντί παπούτσια,

και ήταν δώδεκα χρονών…
Ζωή πικρή δίχως χαρές μόνο δουλειά και πόνο,
δίχως το χάδι μια αγκαλιά, φωνές καυγάδες μόνο.
Αν τύχαινε να αρνηθεί, στις διαταγές του αφέντη,
στο σπίτι όταν γύριζε ξεκίναγε το γλέντι.
Κουβαριασμένο ξάπλωνε το τρυφερό κορμάκι,
με κλάημα και χαχανιτό κι’ ούτε μπουκιά φαγάκι.
Σαν το δεντρί μεγάλωνε μα σκλήρυνε σαν πέτρα,
με όποιο μεγάλο μίλαγε τα λόγια του τα μέτρα.

Β’ μέρος

Ήτανε δώδεκα χρονών και πως να αντιδράσει,
τη μοίρα του να βλαστημά, που’ ρθε σ’αυτήν την πλάση.
Χειμώνες κρύα παγωνιές βρεγμένος σαν πουλάκι,
να τρέχει σ’όλες της δουλειές με αδειανό στομάχι.
Στα χείλη του δεν ένιωσε γέλιο να περπατήσει,
μες το βαθύ το βλέμμα του ποιος ψάχνει νά βρει λύσει.
Τα χείλη του μιλούσανε και η καρδιά του κλαίει,
ποτέ δεν υποκλίθηκε, σ’όσα το στόμα λέει!
Όταν ξεθάμπωνε η αυγή πριν ο ήλιος ανατείλει,
είχενε πάρει διαταγές απ του κηρού τα χείλη.
Μόνο την νύχτα ζήλευε… το μαύρο της το χρώμα,
γιατί είχε μαύρη η καρδιά στο τρυφερό του σώμα.
Θέληση και υπομονή κι’επιμονή μεγάλη,
με της ψυχή τι δύναμη πέρα όλα να τα βγάλει.
Σιγά σιγά μεγάλωνε χρονών έγινε δεκάξι,
σκεφτηκε πως την τύχη του ήρθε ‘η ώρα για ν’αλλάξει
Θέλει να βρει τη δύναμη κι’αναζητά το χρόνο,
μοίρα μου άλλο μη χτυπάς, λείπεις καμπάνα μόνο!
Ώρες που είναι μοναχός τα μάτια του όλο κλαίνε,
και μόνο της καρδιάς μιλεί, κι’είναι πολλά που λένε.
Θέλει να φύγει μακριά, ποτέ να μη γυρίσει,
απ τη σκλαβιά ‘ απαλλαχθεί τώρα γυρεύει λύση.
Μεγάλος είναι ο σταυρός εις τον δικό του ώμο,
μικρό μικρό και άγουρο το λιώνει από τον πόνο.
Αμοναχό νιώθει δεντρί που φύτρωσε στην ξέρα,
μ’ανθίζει και ας το χτυπά η παγωνιά τ’αγέρα.
Τι μοίρα του παρακαλεί..δως μου χαρά μια στάλα,
θέλει να νιώσει τα μικρά να γίνονται μεγάλα.
Στα χείλη του γλυκό νερό δεν έβαλε ποτέ του,
στους ξένους έβλεπε χαρές και τσ’ έκανε δικές του.

Γ΄ μέρος!

Νιώθει τον πόνο στην καρδιά στα χείλη πίκρα έχει,
ζωή σκληρή με βάσανα, δεν θέλει δεν αντέχει.
Σε ξένα χέρια βρέθηκε δουλειά θε να γυρέψει,
το κουρασμένο του κορμί γλυκό ψωμί να θρέψει.
Νύχτα με νύχτα δούλευε στο νου είχε μια έννοια,
πως να μαζέψει δυο δραχμές να φύγει για τα ξένα.
Ήταν σχεδόν στα δέκα εφτά κλωνάρι που μεστώνει,
έχει στα χέρια δύναμη και σίδερα τα λιώνει.
Αύγουστος μήνα ήτανε σκέφτηκες να μισέψεις,
τον τόπο που γεννήθηκε ποτέ δεν θα γυρέψει.
Λίγες δραχμές στην τσέπη του μια βαλιτσούλα άδεια,
βρέθηκε στην πρωτεύουσα να τριγυρνά τα βράδια.
Σε άγνωστο μέρος άγνωστος, που το κεφάλι κλείνει,
ποιός να του δώσει φάρμακο τον πόνο ν’απαλύνει…
Κλαίει και πως να γιατρευτεί ο πόνος με το κλάμα,
η ξενιτιά κι ο θάνατος είναι το ίδιο πράγμα!
Η μαύρη νύχτα την καρδιά σκεπάζει και παγώνει,
δίχως νερό δίχως φαΐ το έρμο κορμάκι λιώνει.
Παιδάκι είναι δεν μπορεί να ξέρει που πηγαίνει,
σ’άγνωστο κόσμο βρέθηκε όλοι άγνωστοι και ξένοι.
Τα μάτια του δεν είχαν δει καράβι και λιμάνι…
ιδέα του γεννήθηκε σε εφαρμογή τη βάνει.
Λαθρεπιβάτης… Στο αμπάρι μέσα χώθηκε… ετούτος με άλλον ένα,
γιατί κι’εκείνος ήθελε να φύγει για τα ξένα!!

Γιώργος Μαθιουδάκης της Θεοδούλας 5/7/2019

georgemathioudakis56@gmail.com

Ελέγξτε επίσης

Τσικνάκης Γιάννης – Το βοτάνι (Τραγούδι: Καλεμάκης Αλέκος)

Λύρα – Λεμάν – Βιόλα: Τσικνάκης Γιάννης Τραγούδι: Καλεμάκης Αλέκος Λαούτο: Στεφανουδάκης Φάνης Κιθάρα: Τσικνάκης …